πνευμονογράφηση

πνευμονογράφηση
η, Ν
ιατρ. η λήψη πνευμονογραφήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πνευμογραφία — η, Ν 1. ανατομική περιγραφή τών πνευμόνων 2. η καταγραφή τών αναπνευστικών κινήσεων με πνευμογράφο, αλλ. πνευμογράφηση ή πνευμονογράφηση 3. ακτινογράφηση έπειτα από εισαγωγή αέρα ή οξυγόνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”